- λησταρχης
- λῃστάρχηςλῃστ-άρχης-ου ὅ предводитель разбойников Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ληστάρχης — ληστάρχης, ὁ (ΑM) αρχιληστής, λήσταρχος, αρχηγός ληστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αρχης (< ἄρχω), πρβλ. κλιν άρχης, νομ άρχης] … Dictionary of Greek
λῃσταρχῶν — λῃστάρχης chief of robbers masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστάρχαις — λῃστάρχης chief of robbers masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστάρχῃ — λῃστάρχης chief of robbers masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστάρχας — λῃστάρχᾱς , λῃστάρχης chief of robbers masc acc pl λῃστάρχᾱς , λῃστάρχης chief of robbers masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՒԱԶԱԿԱՊԵՏ — (ի, աւ կամ իւ, աց.) NBH 1 0388 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 10c, 12c գ. ἁρχιληστής, ληστάρχης, ος princeps latronum, seu praedonum Պետ եւ գլուխ աւազակաց. *Իբրեւ ապստամբ եւ աւազակապետ խաչեսցիս: Ոչ իբրեւ աշխարհակալի, այլ իբրեւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
λῃστάρχου — λῄσταρχος masc gen sg λῃστάρχης chief of robbers masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)